υπορχούμαι

υπορχούμαι
ὑπορχοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ
1. χορεύω με την συνοδεία μουσικού μέλους
2. τραγουδώ χορεύοντας
3. (ιδίως) παριστάνω με χορό ή παντομίμα
αρχ.
χορεύοντας θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὀρχοῦμαι «παριστάνω με χορό ή παντομίμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπορχηστής — οῡ, ὁ, Α [ὑπορχοῡμαι] πιθ. παντομίμος …   Dictionary of Greek

  • υπόρχημα — Είδος αρχαίας ελληνικής λατρευτικής ποίησης, για το οποίο δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Πιθανώς ήταν χορικό άσμα που συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και μιμικές κινήσεις. Τα υ. δημιουργούνται κυρίως σε κρητικά μέτρα, και ήταν παρόμοια με εκείνα που …   Dictionary of Greek

  • υπόρχηση — η / ὑπόρχησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπορχοῡμαι] όρχηση που συνοδεύεται από άσμα αρχ. υπόρχημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”