- υπορχούμαι
- ὑπορχοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ1. χορεύω με την συνοδεία μουσικού μέλους2. τραγουδώ χορεύοντας3. (ιδίως) παριστάνω με χορό ή παντομίμααρχ.χορεύοντας θρηνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὀρχοῦμαι «παριστάνω με χορό ή παντομίμα»].
Dictionary of Greek. 2013.